κεφαλοτομώ

κεφαλοτομώ
κεφαλοτομῶ, -έω (Α) [κεφαλοτόμος]
καρατομώ, αποκεφαλίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεφαλοτομία — η κρανιοτομία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλοτομῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στον Κωννο Σάθα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”